Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

είναι σωστό

  • 1 неправильно

    неправильно εσφαλμένα· όχι σωστά· это \неправильно ( αυτό) δεν είναι σωστό
    * * *
    εσφαλμένα; όχι σωστά

    э́то непра́вильно — (αυτό) δεν είναι σωστό

    Русско-греческий словарь > неправильно

  • 2 правильно

    правильно 1. нареч. σωστά, καλά 2. предик, είναι σωστό
    * * *
    1. нареч.
    σωστά, καλά
    2. предик.

    Русско-греческий словарь > правильно

  • 3 неверно

    неверн||о
    1. нареч (ошибочно, неправильно) ἀνακριβῶς, ἐσφαλμένα [-ως], λαθεμένα·
    2. предик безл δέν εἶναι σωστό:
    это \неверно αὐτό δέν εἶναι σωστό.

    Русско-новогреческий словарь > неверно

  • 4 неверно

    επίρ.
    1. ανακριβώς εσφαλμένα, λαθεμένα.
    2. ως κατηγ. δεν είναι σωστό•

    это неверно αυτό δεν είναι σωστό.

    Большой русско-греческий словарь > неверно

  • 5 говорить

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•

    ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.

    || κατέχω ξένη γλώσσα•

    говорить по-русски μιλώ ρωσικά.

    2. λέγω, λέω•

    говорить правду λέγω την αλήθεια•

    говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.

    || διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.
    3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•

    -ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.

    || μαρτυρώ, αποδείχνω•

    факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.

    εκφρ.
    говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•
    тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•
    вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•
    и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•
    иначе -я – με άλλα λόγια•
    само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•
    что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•
    что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•
    что вы -ите! – τι λέτε!•
    это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•
    не -я уже – για να μην πω ακόμα.
    1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.
    2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.
    3. φημολογούμαι• λέγομαι•

    как -ится όπως λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > говорить

  • 6 вообще

    вообще
    нареч
    1. (в общем) γενικά, ἐν γένει, γενικώς:
    \вообще это верно γενικά εἶναι σωστό·
    2. (всегда) πάντοτε, πάντα/ συνήθως, κατά τό σύνηθες (обыкновенно):
    \вообще я в это время бываю до́ма συνήθως αὐτή τήν ὠρα βρίσκομαι στό σπίτι· он\вообще такой странный αὐτός εἶναι πάντα ἔτσι παράξενος· ◊ \вообще говоря μιλώντας γενικά, ἐν γένει.

    Русско-новогреческий словарь > вообще

  • 7 правильно

    правильн||о
    1. нареч σωστά, ὁρθώς, καλά:
    рассуждать \правильно κρίνω σωστά· часы иду́т\правильното ὠρολόγι πηγαίνει καλά·
    2. предик безл εἶναι σωστό, εἶναι ὀρθόν/σωστά!, μάλιστα! (при восклицании)·
    3. нареч (регулярно) τακτικά, κανονικά.

    Русско-новогреческий словарь > правильно

  • 8 форма

    θ.
    1. μορφή, σχήμα•

    земля имеет -у шара η γη έχει σχήμα σφαιρικό•

    форма куба σχήμα κύβου•

    придать -у προσδίδω μορφή.

    || πλθ. -ы η ανθρώπινη φιγούρα, η σιλουέτα, σουλούπι.
    2. είδος, τύπος•

    форма правления μορφή διοίκησης•

    -ы стоимости μορφές αξίας•

    -ы энергии μορφές ενέργειας•

    острая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    3. (φιλοσ.) εξωτερική όψη ή σχήμα•

    форма и содержание η μορφή και το περιεχόμενο.

    4. εμφάνιση•

    по -е правильно, по существу издевательство φαινομενικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία είναι κοροίδία.

    || βλ. жанр.
    5. τύπος, καλούπι,φόρμα, μήτρα.
    6. στολή•

    парадная форма στολή παρέλασης•

    военная форма στρατιωτική στολή.

    7. πρότυπο, υπόδειγμα, τύπος•

    форма заявления υπόδειγμα αίτησης•

    форма протокола υπόδειγμα πρακτικών.

    8. (γλωσ.) μορφή•

    неопределнная глагола το απαρέμφατο (ρήματος)•

    личные -ы глагола οι ρηματικές μορφές του ρήματος ή τα πρόσωπα του ρήματος•

    падежные -ы имн οι πτωτικές μορφές των ουσιαστικών ή οι πτώσεις των ουσιαστικών.

    9. (μαθ.) κάθε παράσταση συμβόλων αυτή καθ εαυτή.
    εκφρ.
    - ы мышления – (φιλοσ.) μορφές σκέψης•
    - ы общественного сознания – μορφές κοινωνικής συνείδησης (πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές κλπ.) малые -ы (θεατρ.) μικρά δραματικά είδη•
    в -е – ευνοίκό περιβάλλο (για ανάπτυξη ικανοτήτων, δύναμης)•
    по (ή во) всей -е – α) όπως πρέπει, β) παλ. πλήρως, τελείως.

    Большой русско-греческий словарь > форма

  • 9 верно

    верно
    1. нареч (преданно) πιστά.
    2. нареч (правильно) σωστά, ἀκριβῶς·
    3. предик безл εἶναι σωστό:
    совершенно \верно πολύ σωστά, ἀπόλυτα σωστά·
    4. вводн. сл. (вероятно) πιθανόν, μάλλον, ὅπως φαίνεται:
    он, \верно забыл μάλλον θά ξέχασε· он, \верно не придет φαίνεται πώς δέν θά ἐρθει.

    Русско-новогреческий словарь > верно

  • 10 убеждать

    убежд||ать
    несов πείθω:
    \убеждать в правильности чего-л. πείθω ὅτι κάτι εἶναι σωστό· \убеждать в правоте своих слов πείθω (κάποιον) ὅτι ἔχω δίκηο.

    Русско-новогреческий словарь > убеждать

  • 11 утверждаться

    утвержда||ться
    1. (о понятии, мнении и т. п.) καθιερώνομαι·
    2. (уверяться):
    \утверждатьсяться в намерении ἀποφασίζω ὁριστικά· \утверждатьсяться в правильности чего-л. πείθομαι πώς εἶναι σωστό κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > утверждаться

  • 12 верно

    επίρ.
    1. πιστά, αφοσιωμένα•

    служить верно υπηρετώ πιστά.

    || σωστά•

    решить задачу верно λύνω το πρόβλημα σωστά.

    2. αλήθεια, αληθηνά, πραγματικά, σίγουρα•

    верно ли что он умер αλήθεια, αυτός πέθανε; είναι σωστό ότι αυτός πέθανε;

    3. πιθανώς.

    Большой русско-греческий словарь > верно

  • 13 вообще

    επίρ.
    1. γενικά, -ώς, εν γένει• κατά γενικόν κανόνα•

    вообще это верно, но в частности бывают исключения γενικά αυτό είναι σωστό,ό-• μως υπάρχουν και εξαιρέσεις.

    || κανονικά•

    вообще-то он прав κανονικά αυτός έχει δίκιο.

    2. πάντοτε, πάντα•

    вообще он такой, не только сейчас πάντοτε τέτοιος ήταν, όχι μόνο τώρα.

    || τελείως, εντελώς• καθόλου•

    я вообще сегодня не пойду гулять εγώ σήμερα καθόλου δε θα πάω περίπατο.

    εκφρ.
    вообще говоря ή сказать – μιλώντας γενικά.

    Большой русско-греческий словарь > вообще

  • 14 насколько

    επίρ.
    κατά πόσο, καθόσο, όσο, απ Ιότι, στο βαθμό, στο μέτρο•

    насколько это верно? κατά πόσο αυτό είναι σωστό•

    насколько я могу όσο μπορώ•

    насколько мне известно απ ο,τι εγώ ξέρω.

    Большой русско-греческий словарь > насколько

  • 15 правильно

    επίρ.
    1. σωστά, ορθά κλπ. επ.
    2. ως κατηγ, είναι σωστό, ορθό.

    Большой русско-греческий словарь > правильно

  • 16 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 17 угодно

    1. ως κατηγ. (με δοτ.) θέλω, επιθυμώ, αρέσω• χρειάζομαι•

    что вам -? τι επιθυμείτε; τί θέλετε; τι σας αρέσει; τι γουστάρετε;•

    угодно ли вам? σας αρέσει άραγε;•

    угодно ли вам молока θέλετε λίγο γάλα;

    2. μόριο• μετά από αντωνυμία ή επίρρημα σχηματίζονται συνδυασμοί με οριστική σημασία•

    где угодно όπου να είναι, αδιάφορο που, όπου θέλεις•

    как угодно αδιάφορο πως, όπως να είναι, όπως θέλεις•

    какой угодно αδιάφορο ποιος, οποιοσδήποτε•

    когда угодно όποτε να είναι, οποτεδήποτε•

    кто угодно αδιάφορο ποιος, οποιοσδήποτε•

    куда угодно αδιάφορο που, οπουδήποτε•

    откуда угодно αδιάφορο από που, ο-ποθενδήποτε•

    сколько угодно όσα θέλεις, οσαδήποτε•

    что угодно ό,τι θέλεις, ό,τι θέλει η ψυχή σου, ο,τιδήποτε.

    εκφρ.
    если угодно – ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν, μπορώ να πω• Ηθ•
    угодно ли – θα θέλατε• έχετε την καλοσύνη• δε σας κάνει κόπο • είναι καλό,σωστό, αρεστό;

    Большой русско-греческий словарь > угодно

  • 18 правда

    θ.
    1. αλήθεια•

    он всега говорит -у αυτός πάντοτε λέει την αλήθεια•

    сущая правда πραγματική αλήθεια•

    правда глаза колет παρμ. η αλήθεια είναι πικρή.

    || η σωστότητα (απόψεων κ.τ.τ.). || πραγματικότητα. || βλ. правота.
    2. δίκαιο, δικαιοσύνη•

    искать -у αναζητώ (γυρεύω) την αλήθεια.

    3. παλ. κώδικας, θεσμολόγιο.
    4. ω? κατηγ. είναι αλήθεια, σωστό, δίκαιο.
    5. παρνθ. λ. πραγματικά, αλήθεια. || ερωτηματικό αλήθεια; είναι δυνατόν,• не правда ли? δεν είναι αλήθεια;
    εκφρ.
    всеми -ами и неправдами – με όλα τα μέσα (θεμιτά και αθέμιτα)
    по -е говоря ή -у говоря ή сказать – (παρενθετικό) για να είμαι αληθής•
    по -е – τίμια, σωστά•
    правда-матка – αλήθεια πραγματική•
    - у-матку резать – (απλ.) ανοιχτά, καθαρά, σταράτα ειλικρινά•
    смотреть (глядеть) -е в глаза ή в лицо – αντικρίζω (εκτιμώ) την αλήθεια θαρρετά, ατάραχα, νηφάλια•
    что правда, то правда – η αλήθεια να λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > правда

  • 19 сказать

    окажу, скажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. βλ. говорить.
    2. παλ. διηγούμαι.
    3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ (απόφαση, διαταγή).
    4. скажем ως παρνθ. λ. να πούμε, παραδείγματος χάρη.
    5. προστκ. скажи(те) πες, πέστε (για αγανάκτηση, θαυμασμό κ.τ.τ.). || скажешь! είπες (καισύ) ! (περ ιφρονητ ικά στον συνομιλητή).
    εκφρ.
    как сказать – (για) να πούμε• κατά κάποιον τρόπο•
    лучше, вернее, проще, точнее сказать – για να πω καλύτερα, σωστότερα, πιο απλά, ακριβέστερα•
    можно сказать – (παρνθ. λ.) μπορώ να πω•
    нечего сказать – δε μπορώ να πω τίποτε (να επικρίνω)•
    ничего не -жешь – είναι άψογο, συμφωνώ ότι είναι καλό, σωστό•
    -ите на милость ή пожалуйстаβλ. 5 σημ. чтобы не сказать... για να μην πω... (κάτι χειρότερο, βαρύτερο).
    1. βλ. говориться.
    2. εκδηλώνομαι, φαίνομαι, φανερώνομαι. || επιδρώ, επιρεάζω.
    3. λέγω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ.
    4. πάνω, προσποιούμαι•

    сказать больным κάνω τον άρρωστο.

    Большой русско-греческий словарь > сказать

  • 20 никуда

    никуда
    нареч
    1. (ни в какое место) πουθενά:
    она \никуда не пойдет δέν θά πάει πουθενά·
    2. (ни на что, совсем) γιά τίποτε, σέ τίποτε:
    \никуда не годный μή ίκανός γιά τίποτε· \никуда не годный челοвέκ τιπο-τένιος ἀνθρωπος· это \никуда не годится а) αὐτό δέν κάνει γιά τίποτε (о вещи), б) δέν εἶναι καθόλου σωστό (о поступке).

    Русско-новогреческий словарь > никуда

См. также в других словарях:

  • σωστό — το 1. το δίκαιο, πράξη δίκαιη. 2. φρ., «το σωστό σωστό», η αλήθεια πρέπει να λέγεται· «δεν είναι με τα σωστά του», παραλογίζεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — είσαι, είναι, είμαστε, είστε, είναι, μτχ. όντας, πρτ. ήμουν, ήσουν, ήταν, ήμαστε, ήσαστε, ήταν (οι άλλοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρ. υπάρχω, γίνομαι)· όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη φωνηεντόληκτη, συχνά οι τύποι του ενεστ. και του πρτ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) …   Dictionary of Greek

  • αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • Οξφόρδη — (Oxford). Πόλη (98 521 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας στη νότια Αγγλία, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (2.608 τ. χλμ., 578 900 κάτ.). Βρίσκεται στη συμβολή του Τσέργουελ με τον άνω ρου του Τάμεση (Άιζις, στην καρδιά της περιοχής που εκτείνεται… …   Dictionary of Greek

  • αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… …   Dictionary of Greek

  • προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… …   Dictionary of Greek

  • προϋπολογισμός κρατικός — Το έγγραφο που καθορίζει το ύψος των εσόδων και των εξόδων του κράτους μέσα σε μία οικονομική χρήση και εγκρίνεται κατά διάφορες διαδικασίες στην κάθε χώρα. Ενώ είναι σωστό να μιλάμε για προβλέψεις σχετικά με τα έσοδα –που είναι αντικείμενο ενός… …   Dictionary of Greek

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • μηχανοκρατία — (Φιλοσ.). Όρος που αναφέρεται στις θεωρίες που οδηγούν στην ερμηνεία όλων των φαινόμενων, φυσικών και ψυχολογικών, σύμφωνα με το σχήμα καθαρά μηχανικών νόμων, δηλαδή αμετάβλητων και αιτιοκρατικά καθορισμένων. Κλασικά παραδείγματα μ. στην ιστορία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»